- φύσαλος
- ὁ, Α1. είδος βατράχου, για τον οποίο λεγόταν ότι μπορεί να φουσκώσει ώσπου να σκάσει2. τερατόμορφο ψάρι που μπορεί να φουσκώνει3. είδος φάλαινας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -αλος (πρβλ. κόκκ-αλος, πάσσ-αλος)].
Dictionary of Greek. 2013.